- ἐμβρύοικος
- ἐμβρύοικοςdwelling in sea-weedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρύοικος — ἐμβρύοικος, ον (Α) φρ. «ἐμβρύοικος ἄγκυρα» η άγκυρα που βρίσκεται (κατοικεί) μέσα στα βρύα τής θάλασσας … Dictionary of Greek
ἐμβρύοικον — ἐμβρύοικος dwelling in sea weed masc/fem acc sg ἐμβρύοικος dwelling in sea weed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)